Οι άνθρωποι όταν είναι λυπημένοι, έχουν την τάση να τρώνε περισσότερα, λιγότερο υγιεινά φαγητά που τους προσφέρουν ανακούφιση παρά όταν νιώθουν ευτυχισμένοι.
Όμως όταν έχουν πληροφόρηση για τη διατροφική αξία αυτών που καταναλώνουν, αυτοί οι ίδιοι λυπημένοι άνθρωποι, περιορίζουν την κατανάλωση εδεσμάτων που τους προσφέρει ηδονή. Αντίθετα οι ευτυχισμένοι άνθρωποι, έστω και εάν έχουν πληροφόρηση, δεν περιορίζουν περισσότερο αυτά που τρώνε.
Η σχέση μεταξύ φαγητού και διάθεσης, προβληματίζει τους επαγγελματίες της υγείας, τους καταναλωτές, τους αρμόδιους για θέματα δημόσιας υγείας και όλους όσοι ενδιαφέρονται για τη βελτίωση των διατροφικών συνηθειών.
Είναι γεγονός ότι συσσωρεύονται σταδιακά τα στοιχεία που συνηγορούν στο ότι η ψυχολογική διάθεση επηρεάζει το τι τρώει ένα άτομο. Όμως υπάρχουν λίγα στοιχεία για το πώς η διάθεση επηρεάζει την ποσότητα που καταναλώνει ένα άτομο.
Το ερώτημα που χρειάζεται περισσότερη διερεύνηση είναι κατά πόσο ένα μόνο γεγονός που συμβαίνει στην κανονική ζωή του ατόμου, είναι σε θέση να επηρεάζει το τι θα φάει.
Για να ρίξουν περισσότερο φως στο ερώτημα αυτό, επιστήμονες από το πανεπιστήμιο Cornell των Ηνωμένων Πολιτειών, διεξήγαγαν μια σειρά από τεστ σε 38 εθελοντές για να ελέγξουν τη σχέση διάθεσης και φαγητού. Τους έβαλαν να παρακολουθήσουν διαδοχικά, αισιόδοξες, κωμικές ταινίες και στη συνέχεια λυπηρές, καταθλιπτικές κινηματογραφικές ταινίες. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης των έργων, οι εθελοντές μπορούσαν να τρώνε με δική τους επιλογή ζεστό, βουτυρωμένο καλαμπόκι ή σταφύλι χωρίς κουκούτσια.
Μετά το πέρας της παρακολούθησης των ταινιών, διαπιστώθηκε ότι όταν οι εθελοντές έβλεπαν τις λυπηρές ταινίες, είχαν τη τάση να καταναλώνουν περισσότερο βουτυρωμένο καλαμπόκι παρά σταφύλι. Το αντίθετο συνέβαινε όταν έβλεπαν τις κωμικές ταινίες.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι όταν οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι, θέλουν να παρατείνουν τις ευχάριστες τους στιγμές βραχυπρόθεσμα αλλά σκεφτόμενοι μακροπρόθεσμα προσέχουν και καταναλώνουν εδέσματα που τους ευχαριστούν αλλά με μεγαλύτερη θρεπτική αξία.
Αντίθετα οι άνθρωποι που αισθάνονται λύπη ή παρουσιάζουν κατάθλιψη, επιζητούν να ξεφύγουν γρήγορα από την κακή κατάσταση και έτσι καταφεύγουν σε εδέσματα που τους προσφέρουν μια γρήγορη ευχαρίστηση και ένα άμεσο αίσθημα ευφορίας.
Στη συνέχεια των πειραμάτων τους, οι Αμερικανοί επιστήμονες, εξέτασαν εάν η πληροφόρηση για τη διατροφική αξία των τροφών, μπορούσε να επηρεάζει την ποσότητα κατανάλωσης σε σχέση με την ψυχική κατάσταση.
Για να μεταβάλλουν την ψυχική κατάσταση των εθελοντών, τους έβαλαν να κάνουν διάφορα πράγματα όπως να διαβάζουν αστείες ή λυπηρές ιστορίες, να γράφουν έκθεση για τέσσερα πράγματα που τους έκαναν ευτυχισμένους ή δυστυχισμένους. Η μια ομάδα μπορούσε να βλέπει την πληροφόρηση για το βουτυρωμένο καλαμπόκι που έτρωγαν και ή άλλη όχι.
Μετά από τα τεστ αυτά, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι λυπημένοι εθελοντές που δεν γνώριζαν τη διατροφική αξία, έτρωγαν διπλάσιες ποσότητες καλαμποκιού από ότι αυτοί που ένιωθαν ευτυχισμένοι. Στην ομάδα που οι εθελοντές μπορούσαν να διαβάζουν τη διατροφική αξία, οι ευτυχισμένοι εθελοντές συνέχιζαν να τρώνε την ίδια ποσότητα όπως πριν ενώ οι λυπημένοι μείωναν δραστικά την κατανάλωση τους σε σημείο που να τρώνε ακόμη λιγότερο καλαμπόκι και από τους χαρούμενους.
Αυτό σημαίνει ότι οι ευτυχισμένοι μειώνουν ήδη την κατανάλωση τους και έτσι η πληροφόρηση για τη διατροφική αξία, δεν τους οδηγεί στο να τρώνε λιγότερα.
Συμπερασματικά θα συγκρατήσουμε ότι όλοι μας όταν είμαστε χαρούμενοι ή λυπημένοι, είναι πολύ πιθανόν ότι τρώμε τρόφιμα που μας προσφέρουν ευχαρίστηση. Όταν όμως είμαστε λυπημένοι ή έχουμε κατάθλιψη, τότε είναι πολύ πιθανόν ότι καταναλώνουμε μεγαλύτερες ποσότητες από αυτά.
Επειδή η πληροφόρηση για τη διατροφική αξία, επηρεάζει την ποσότητα που τρώμε όταν είμαστε σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση με λύπη ή κατάθλιψη, είναι καλύτερα για την υγεία μας, να διαβάζουμε τη σήμανση για τη διατροφική αξία των εδεσμάτων που διαλέγουμε για να προσφέρουμε στις δύσκολες στιγμές, ευχαρίστηση στον εαυτό μας.