Περίπου οι μισοί Έλληνες έχουν υψηλή LDL (κακή) χοληστερόλη, αλλά δεν το γνωρίζουν, αφού πρόκειται για σιωπηλή νόσο, χωρίς εμφανή συμπτώματα. Πολλοί είναι και εκείνοι που παρά το γεγονός ότι παίρνουν φάρμακα, αποτυγχάνουν να πετύχουν τον θεραπευτικό στόχο. Ωστόσο, νέα φάρμακα υπόσχονται καλύτερη διαχείριση της υπερχοληστερολαιμίας, αρκεί ο ασθενής να εντοπιστεί εγκαίρως.
Με αφορμή τη 2η Κοινή Συνάντηση (της Ευρωπαϊκής και Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης και της Τουρκικής Εταιρείας Καρδιολογίας) για τα Λιπίδια, τις Λιποπρωτεΐνες και την Υπολιπιδαιμική Θεραπεία, που διεξάγεται στην Κω (9-11 Οκτωβρίου), η Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης επισημαίνει ότι η χοληστερόλη αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για αθηροσκλήρωση και καρδιαγγειακή νόσο.
Η κακή διατροφή, το αυξημένο σωματικό βάρος, το κάπνισμα και η έλλειψη σωματικής άσκησης αποτελούν παράγοντες κινδύνου για αύξηση της LDL χοληστερόλης. Ωστόσο, σε ορισμένα άτομα η υψηλή LDL χοληστερόλη είναι γενετικής αιτιολογίας, καθώς πάσχουν από οικογενή υπερχοληστερολαιμία.
Η κληρονομική αυτή μορφή αφορά 1 στα 250 άτομα, και προκειμένου να πετύχουν τους θεραπευτικούς στόχους υποβάλλονται σε ισχυρή θεραπεία με ένα ή και περισσότερα φάρμακα. Στην Ελλάδα, οι διαγνωσμένοι ασθενείς με την κληρονομική υψηλή LDL χοληστερόλη υπολογίζονται σε περισσότερους από 3.000, ενώ οι αδιάγνωστοι ξεπερνούν τους 35.000. «Οι ασθενείς αυτοί έχουν αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα«, σύμφωνα με τον αναπληρωτή καθηγητή Παθολογίας (ΑΠΘ), Βασίλη Άθυρο.
Επειδή, όμως η οικογενής υπερχοληστερολαιμία εκδηλώνεται σε πρώιμη παιδική ηλικία, η φαρμακευτική θεραπεία πρέπει να ξεκινήσει σε ηλικία 8 -10 ετών, για την πρόληψη των επιπλοκών. «Αν το παιδί ακολουθήσει πιστά τη φαρμακευτική αγωγή, συνδυαστικά με σωστή διατροφή και άθληση, μετά από 10 χρόνια ο κίνδυνος εξισώνεται με αυτόν του γενικού πληθυσμού» εξήγησε ο Αλέξανδρος Τσελέπης, καθηγητής Βιοχημείας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Δυστυχώς όμως στην Ελλάδα, ενώ οι ασθενείς είναι πρώτοι στην Ευρώπη σε χορήγηση στατίνων με ποσοστό 98%, ο θεραπευτικός στόχος των <100 mg/dl LDL χοληστερόλης επιτυγχάνεται μόνο από το 44%, σύμφωνα με τη μελέτη EUROASPIRE IV.
«Αυτό οφείλεται, τόσο στους γιατρούς που δεν επιμένουν στην αύξηση της δόσης των φαρμάκων ή στη μη χρήση συνδυασμού υπολιπιδαιμικών φαρμάκων, αλλά και στους ίδιους τους ασθενείς που έχουν την τάση να μην συμμορφώνονται στη θεραπεία. Σημαντικό ρόλο στη μη συμμόρφωση στη θεραπεία παίζει και το οικονομικό κόστος», εξηγεί ο Μωυσής Ελισάφ, καθηγητής Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Τα πλήρως ανθρώπινα μονοκλωνικά αντισώματα της πρωτεΐνης PCSK9, η οποία βρίσκεται στο κέντρο του μεταβολισμού της χοληστερόλης, έρχονται όμως να καλύψουν τις θεραπευτικές ανάγκες των ασθενών με υπερχοληστερολαιμία, κληρονομική ή όχι.
Το alirocumab, που ανήκει στην κατηγορία των πλήρως ανθρωπίνων μονοκλωνικών αντισωμάτων της PCSK9, έχει ήδη εγκριθεί από τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές για τη θεραπεία της υπερχοληστερολαιμίας, καθώς έχει υψηλό προφίλ ασφαλείας και αποτελεσματικότητας.
Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η κυκλοφορία του στην ελληνική αγορά δεν αναμένεται νωρίτερα από το τρίτο τρίμηνο του 2016. Σε κάθε περίπτωση στόχος είναι να ενταχθεί στη λίστα των φαρμάκων που αποζημιώνει ο ΕΟΠΥΥ, ώστε να μην πληρώνει συμμετοχή ο ασθενής.