Ο χωρισμός είναι γενικά ένα δύσκολο κεφάλαιο της ζωής του ανθρώπου, γιατί κανείς ποτέ δεν μας προετοιμάζει για μικρούς ή μεγάλους χωρισμούς. Πάντα ελπίζει κανείς ότι δεν θα υπάρξει χωρισμός, αλλά είναι κάτι αναπόφευκτο, που συμβαίνει σε κάποια φάση της ζωής κάθε ανθρώπου.
Ο χωρισμός είναι τόσο δύσκολος γιατί καταρχήν έχει ένα εγωκεντρικό στοιχείο: πέρα από το γεγονός ότι κανείς χάνει το αντικείμενο της αγάπης του, ακόμα χειρότερα, έχει την αίσθηση ότι χάνει τον εαυτό του. Όταν κανείς μείνει μόνος επειδή τον άφησε ο άλλος, η αίσθηση της απόρριψης, της προσωπικής αποτυχίας και του λάθους εντείνονται στο μέγιστο βαθμό.
Άλλο βασανιστικό στοιχείο του χωρισμού είναι τα αναπάντητα «γιατί» που συσσωρεύονται και η ανάγκη του ανθρώπου να βρει απαντήσεις, να οργανώσει τον κόσμο του και να καταλάβει τι συμβαίνει. Η αβεβαιότητα κλονίζει και βασανίζει.
Το κομμάτι της προσωπικής ανεπάρκειας (τι δεν έκανα εγώ σωστά, που έφταιξα, τι καλύτερο έχει το άτομο στη νέα σχέση που έκανε ο/η πρώην μου) δεν αφήνει το άτομο που βιώνει τον χωρισμό να ησυχάσει.
Και, βέβαια, η ελπίδα, που πάντα πεθαίνει τελευταία, έρχεται να αναπτερώσει το ηθικό και να δημιουργήσει σκέψεις ότι «ίσως τα πράγματα βελτιωθούν, ίσως τα ξανασκεφτεί, ίσως αντιληφθεί πόσο του λείπω ή τι έχασε, ίσως τα βρει με τον εαυτό του/της».
Ο συνδυασμός των αναπάντητων ερωτηματικών σχετικά με το χωρισμό και η ελπίδα ότι κάτι μπορεί να ξαναγίνει είναι αυτά που κρατούν το άτομο δέσμιο στην προηγούμενή του σχέση.
Το συνηθέστερο συναίσθημα είναι αυτό της ζήλειας, της στεναχώριας, της ψυχικής οδύνης, και -σε ακραίες περιπτώσεις- της καταρράκωσης. Η κυρίαρχη αίσθηση είναι αυτή της προδοσίας.
Είναι φυσικό το άτομο που έμεινε μόνο να αισθάνεται πληθώρα αρνητικών συναισθημάτων, όπως είναι φυσικό σε πρώτη φάση να μη μπορεί να δεχτεί την ιδέα του τετελεσμένου, την ιδέα ότι ο χωρισμός είναι τελεσίδικος και χωρίς επιστροφή.
Όταν ο χωρισμός και η νέα σχέση του/της πρώην συντρόφου γίνονται έμμονη ιδέα, αυτό σημαίνει ότι το άτομο που έμεινε μόνο δεν μπορεί να δει τα πράγματα από μια άλλη σκοπιά, πέρα από την προσωπική του.
Το άτομο αυτό παραμένει φυλακισμένο στον κόσμο των δικών του αναμνήσεων, συναισθημάτων, εντυπώσεων και σεναρίων, και δεν παίρνει υπόψη τις ανάγκες του άλλου. Σε αυτές τις περιπτώσεις «δεν δέχομαι τον χωρισμό» σημαίνει «δεν δέχομαι ότι έκανα λάθος στις εκτιμήσεις μου, δεν δέχομαι να αναγνωρίζω καταστάσεις που δε μου αρέσουν, δεν δέχομαι να προχωρήσω τη ζωή μου».
Πρόκειται για μια ψυχολογικά παιδιάστικη αντίδραση, με την έννοια ότι όσο μεγαλώνει κανείς αντιλαμβάνεται ότι ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω από το άτομό του και ότι αυτό θα πρέπει να το θυμάται ανά πάσα στιγμή, ώστε να μπορεί να βλέπει τα πράγματα και από την πλευρά κάποιου άλλου.
Φυσικά κι ένας χωρισμός στεναχωρεί και πονάει. Και μάλιστα πονάει ιδιαίτερα, όταν κανείς έχει την αίσθηση ότι ξεγελάστηκε, ότι προδόθηκε, ότι αλλιώς είχαν συμφωνηθεί ή ο άλλος είχε αφήσει να εννοηθεί ότι θα γίνουν τα πράγματα κι αλλιώς έγιναν.
Όταν όμως μπορεί κανείς να κοιτάξει πέρα από αυτόν, να αξιολογήσει νέες ευκαιρίες, να κάνει νέες γνωριμίες, να κοιτάξει βαθύτερα μέσα του και να οριοθετήσει τα «θέλω» του στη ζωή σε σχέση με τον εαυτό του και όχι σε σχέση με τις επιθυμίες κάποιου άλλου, τότε πιο εύκολα «ξεκολλάει» από τα παλιά και τον πόνο του χωρισμού, και μπορεί να κάνει μια νέα αρχή.