Οι προειδοποιήσεις για ανθυγιεινή έλλειψη ύπνου στη σημερινή εποχή είναι απλώς αβάσιμες, υποστηρίζει διεθνής ομάδα ανθρωπολόγων. Η μελέτη τους σε τρεις φυλές κυνηγών-τροφοσυλλεκτών σε δύο ηπείρους, τους Χάζντα της Τανζανίας, τους Σαν της Ναμίμπια και τους Τσιμανέ της Βολιβίας, δείχνει ότι η διάρκεια του ύπνου μάλλον δεν μειώθηκε με τη βιομηχανική επανάσταση.
«Η μικρή διάρκεια του ύπνου σε αυτούς τους πληθυσμούς θέτει υπό αμφισβήτηση την πεποίθηση ότι ο ύπνος έχει μειωθεί σημαντικά στον σύγχρονο κόσμο» λέει ο Ζερόμ Σπίγκελ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες.
Εδώ και δεκαετίες, πολλοί επιστήμονες υπέθεταν ότι ο ηλεκτρικός φωτισμός, η τηλεόραση, οι καφετιέρες και πρόσφατα το Διαδίκτυο και οι φορητές συσκευές, μείωσαν τη μέση διάρκεια ύπνου σε σχέση με τα «φυσικά επίπεδα».
Οι πρόγονοί μας, υπέθεταν πολλοί, πρέπει να κοιμούνταν από τη δύση μέχρι την ανατολή, ή περίπου δύο με τρεις ώρες περισσότερο από ό,τι στις βιομηχανικές κοινωνίες. Σήμερα, το αμερικανικό Εθνικό Ίδρυμα Ύπνου συνιστά 7 με 9 ώρες για τους ενήλικες.
Τα ευρήματα της νέας μελέτης δείχνουν ότι, παρά την έλλειψη τεχνητού φωτισμού, καμία από τις φυλές δεν έπεφτε για ύπνο με τις κότες. Κατά μέσο όρο έμεναν ξύπνιοι για τρεις ώρες μετά τη δύση και σηκώνονταν πριν την ανατολή, χωρίς μάλιστα να υιοθετούν την πρακτική του μεσημεριανού ύπνου. Όμως, η διάρκεια του ύπνου δεν συνδέεται μόνο με τα επίπεδα του φωτός, όπως έχουν προτείνει άλλες μελέτες, αλλά και με τα επίπεδα της θερμοκρασίας: οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες τείνουν να πέφτουν για ύπνο την ώρα που δροσίζει και ξυπνούν όταν η ζέστη επιστρέφει.
Υπάρχει πάντως και μια αξιοσημείωτη διαφορά των τριών φυλών από τις βιομηχανικές κοινωνίες: κανείς δεν παραπονέθηκε για αϋπνία, μια μάλλον άγνωστη έννοια. Όπως υπογραμμίζει ο Δρ Σπίγκελ, «η μίμηση του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο ζουν αυτές οι ομάδες ενδέχεται να είναι αποτελεσματική στην αντιμετώπιση ορισμένων σύγχρονων διαταραχών του ύπνου, ειδικά της αϋπνίας από την οποία πάσχει πάνω από το 20% του αμερικανικού πληθυσμού».