Οι οικονομικές κρίσεις οδηγούν σε υστέρηση σε υλικά αγαθά (φτώχεια), ανεργία, χρέη, εισοδηματικές ανισότητες, κακό επίπεδο διαβίωσης, κακή εκπαίδευση (παράπλευρη συνέπεια) και έχουν ως επακόλουθο την κακή ψυχική υγεία.
Στη Διάλεξη «Οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της στα ψυχικά νοσήματα», που διεξήχθη υπό την προεδρία των κυρίων Γιάννη Ευδοκιμίδη, Καθηγητή Νευρολογίας, Διευθυντή Α’ Νευρολογικής Κλινικής ΕΚΠΑ, Αιγινήτειο Νοσοκομείο, και Γιώργου Κουλιεράκη, Επιστημονικού Συνεργάτη του Τομέα Κοινωνιολογίας της ΕΣΔΥ, ο κ. Γεώργιος Ν. Χριστοδούλου, Επίτιμος Πρόεδρος Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, τόνισε ότι οι οικονομικές κρίσεις επιδρούν στην ψυχική υγεία, επιφέροντας ατομική, κοινωνική και συστηματική νοσηρότητα (υπηρεσίες και πολιτική ψυχικής υγείας). Η ατομική νοσηρότητα συνίσταται σε κακή ψυχική υγεία, κατάθλιψη, αυτοκτονικότητα και αυτοκτονία, ανθρωποκτονία, ψυχοσωματικές παθήσεις, υποτροπές, ανάδυση κοινωνιοπαθητικών τάσεων και κατάχρηση ουσιών.
Οι ψυχοπαθολογικές επιπτώσεις της ανεργίας διεθνώς, συνέχισε ο ομιλητής, είναι η αύξηση της κατάθλιψης, της αυτοκτονίας και του αλκοολισμού. Η ανεργία παρουσιάζει στενή σχέση με την αυτοκτονία, καθώς κάθε αύξηση της ανεργίας κατά 1% συνοδεύεται από αύξηση των αυτοκτονιών κατά 0,8% (σε ηλικίες < 65 ετών). Ωστόσο, στη χώρα μας, αν και η ανεργία σχετίζεται με αύξηση της κατάθλιψης, της αυτοκτονικότητας και των αυτοκτονιών, σχετίζεται με μείωση (αντί αυξήσεως) στη χρήση αλκοόλ και στα τροχαία ατυχήματα.
Αναφερόμενος στις επιπτώσεις από τη μείωση εισοδήματος, ο κ. Χριστοδούλου επεσήμανε ότι τα χρέη παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία προβλημάτων ψυχικής υγείας, καθώς το υψηλότερο εισόδημα λειτουργεί πιθανώς προστατευτικά έναντι της αυτοκτονίας, ενώ η φτώχεια συνδέεται με ψυχοπαθολογία διαπολιτισμικά (ΝΑ Ασία, Κίνα, Ινδία) και διαχρονικά. Η οικονομική κρίση έχει, ωστόσο, και δια-γενεακές επιπτώσεις, πρόσθεσε ο ομιλητής, καθώς επιδρώντας στους γονείς οι κοινωνικοοικονομικές συνιστώσες μιας κρίσης επηρεάζουν την ανάπτυξη και την ψυχική υγεία των παιδιών, επίδραση που μπορεί να είναι ισχυρή και μακροχρόνια και να εξακολουθήσει και στην ώριμη ηλικία ανεξάρτητα από ενδεχόμενη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών.
Από την άλλη, όσον αφορά στο σύστημα παροχής φροντίδας, οι περικοπές δαπανών υγείας και ψυχικής υγείας σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη ζήτηση οδηγούν σε αδυναμία του δημόσιου τομέα να ανταποκριθεί. Έτσι δημιουργείται το παράδοξο, αυτοί που κινδυνεύουν περισσότερο να προστατεύονται λιγότερο.
Η εκπαίδευση των γενικών ιατρών στην ανίχνευση και θεραπεία της κατάθλιψης και τα προγράμματα κοινωνικής προστασίας, προώθησης σε επαγγελματική απασχόληση και εμψύχωσης μπορούν να μειώσουν αισθητά τον αριθμό αυτοκτονιών, επεσήμανε ο κ. Χριστοδούλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μείωση των κονδυλίων κοινωνικής πρόνοιας οδήγησε σε αύξηση των αυτοκτονικών δεικτών στις ΗΠΑ, ενώ στην Ελλάδα οι αυτοκτονικοί δείκτες είναι αντιστρόφως ανάλογοι του αριθμού των λειτουργών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και των υποδομών ψυχικής υγείας.
Οι προτάσεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (WHO) συνίστανται σε προγράμματα αντιμετώπισης της ανεργίας (Active Labor Market Programs), προγράμματα στήριξης της οικογένειας, παρέμβαση στις τιμές και τη διαθεσιμότητα του αλκοόλ, πρωτοβάθμια φροντίδα για τα ευάλωτα άτομα και προγράμματα για τη ρύθμιση των χρεών.
Δυστυχώς, ενώ υπάρχουν πειστικές ενδείξεις για τη σχέση κόστους – οφέλους των «επενδύσεων» στην ψυχική υγεία, η επένδυση δεν είναι αντίστοιχη προς τις ενδείξεις, καθώς όχι μόνον οι κρατικοί φορείς αλλά και οι πολίτες θεωρούν την ψυχική υγεία χαμηλής προτεραιότητας όταν τίθεται το ερώτημα περικοπής κονδυλίων.
Στο χέρι μας είναι, ωστόσο, η μετατροπή της απότομης κοινωνικής αλλαγής που προκάλεσε η κρίση σε μια ευκαιρία για θετική και παραγωγική πορεία προς τα εμπρός, με αλληλεγγύη, ενίσχυση της κοινωνικής δικτύωσης, στήριξη της οικογένειας και ενέργειες στην κατεύθυνση της θετικής ψυχικής υγιεινής και του «ευ έχειν», ολοκλήρωσε την ομιλία του ο κ. Χριστοδούλου.