Ναρκωτικά και αλκοόλ αυξάνουν τον κίνδυνο σχιζοφρένειας

Νέες ανακαλύψεις σχετικά με τη σχιζοφρένεια έγιναν τις τελευταίες μέρες. Αμερικανοί επιστήμονες έριξαν περισσότερο φως στο γενετικό υπόβαθρο της νόσου, ανακαλύπτοντας νέα πιθανώς εμπλεκόμενα γονίδια.

Ταυτόχρονα, Δανοί επιστήμονες -σε δύο ξεχωριστές μελέτες- έδειξαν ότι τα ναρκωτικά και το αλκοόλ αυξάνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης σχιζοφρένειας ακόμη και πολύ αργότερα στη ζωή, καθώς επίσης ότι τα παιδιά που γεννιούνται από γονείς με τη νόσο, είναι πιθανότερο να εμφανίσουν ψυχικές διαταραχές έως την ηλικία των επτά ετών.

Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Λος ‘Αντζελες (UCLA), με επικεφαλής τον καθηγητή νευρολογίας και ψυχιατρικής Ντάνιελ Γκέρσουιντ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Nature”, έκαναν ένα περαιτέρω σημαντικό βήμα για την κατανόηση της βιολογίας της σχιζοφρένειας. Χρησιμοποιώντας εξελιγμένες τεχνικές ανάλυσης του DNA, εντόπισαν δεκάδες γονίδια και δύο σημαντικά βιολογικά «μονοπάτια», που πιθανώς εμπλέκονται στη νόσο.

Η σχιζοφρένεια πλήττει σχεδόν το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, πάνω από 50 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι αιτίες της δεν έχουν κατανοηθεί καλά μέχρι στιγμής (πιθανώς πηγάζουν από την αφύσικη ανάπτυξη του εγκεφαλικού φλοιού) και οι υπάρχουσες θεραπείες ανακουφίζουν τα συμπτώματα, αλλά δεν θεραπεύουν τη νόσο.

Θεωρείται κληρονομική πάθηση, που εμφανίζεται συχνά στα μέλη της ίδιας οικογένειας. Η νέα γενετική έρευνα συνέδεσε τη νόσο με μια σειρά από γονίδια που ρυθμίζουν υποδοχείς των εγκεφαλικών κυττάρων, οι οποίοι ενεργοποιούνται από το νευροδιαβιβαστή ακετυλοχολίνη. Επίσης, τη συσχέτισε με άλλα γονίδια που ρυθμίζουν την παραγωγή εγκεφαλικών κυττάρων, από τα οποία δημιουργείται ο εγκεφαλικός φλοιός στα πρώτα στάδια της ζωής. Τα γονίδια αυτά θα μελετηθούν πλέον περαιτέρω.

Η πρώτη δανική μελέτη, με επικεφαλής την καθηγήτρια Μερέτε Νόρντεντοφτ του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Κοπεγχάγης, που παρουσιάσθηκε στο ετήσιο συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης Πρώιμης Ψύχωσης στο Μιλάνο, δείχνει ότι το αλκοόλ, η κάνναβη και άλλες παράνομες ναρκωτικές ουσίες μπορούν να αυξήσουν σημαντικά τον κίνδυνο σχιζοφρένειας.

Η ανάλυση των ιατρικών στοιχείων 3,13 εκατ. Δανών πολιτών, δείχνει ότι η χρήση κάνναβης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο διάγνωσης για σχιζοφρένεια κατά 5,2 φορές, του αλκοολισμού κατά 3,4 φορές, των παραισθησιογόνων ναρκωτικών κατά 1,9 φορές, των ηρεμιστικών κατά 1,7 φορές και των αμφεταμινών κατά 1,2 φορές.

Ο κίνδυνος για εκδήλωση σχιζοφρένειας είναι αυξημένος ακόμη και 10 έως 15 χρόνια μετά τη χρήση των παραπάνω ουσιών. Οι ερευνητές δεν απέκλεισαν πάντως ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι άνθρωποι με σχιζοφρένεια τείνουν να κάνουν χρήση ουσιών και δεν είναι οι ουσίες που αποτελούν την αιτία για τη νόσο.

Μια άλλη έρευνα από τους ίδιους ερευνητές δείχνει ότι η χρήση κάνναβης από τη μητέρα ή τον πατέρα σχετίζεται με περίπου εξαπλάσιο κίνδυνο σχιζοφρένειας για το παιδί. Ο κίνδυνος για το παιδί είναι σχεδόν εξίσου μεγάλος ακόμη και αν οι γονείς άρχισαν να κάνουν χρήση κάνναβης μετά τη γέννησή του. «Η παθητική έκθεση στην κάνναβη προφανώς συνδέεται με τη σχιζοφρένεια», σύμφωνα με τους ερευνητές.

Επίσης, αν η μητέρα ή ο πατέρας είχε πρόβλημα αλκοολισμού πριν τη γέννηση του παιδιού, το παιδί έχει περίπου πενταπλάσιο κίνδυνο σχιζοφρένειας.

Η δεύτερη δανική ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια Αν Θόρουπ του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, που έκαναν ανακοίνωση στο ίδιο ψυχιατρικό συνέδριο, δείχνει ότι τα παιδιά που γεννιούνται από έναν ή και από τους δύο γονείς με σχιζοφρένεια ή διπολική διαταραχή, είναι πιθανό τα ίδια να εμφανίσουν έως την ηλικία των επτά ετών ψυχικές διαταραχές, όπως άγχος, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, προβλήματα συμπεριφοράς, καθώς και καθυστέρηση στη νευρογνωσιακή ανάπτυξή τους.